αμιππος

αμιππος
    ἅμιππος
    ἅμ-ιππος
    2
    быстрый как конь
    

(Βορεάς Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμιππος" в других словарях:

  • άμιππος — ἅμιππος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος] …   Dictionary of Greek

  • ἅμιππος — keeping up with horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμιππον — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem acc sg ἅμιππος keeping up with horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίπποις — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίππους — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίππων — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμιπποι — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»